- ἀποδοχεῖον
- ἀποδοχεῖονstorehouseneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποδοχείον — ἀποδοχεῑον, το (Α) [αποδοχεύς] 1. η αποθήκη 2. η στέρνα … Dictionary of Greek
ἀποδοχεῖα — ἀποδοχεῖον storehouse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταποδοχείον — τὸ, Α δημόσια σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀποδοχεῖον «αποθήκη»] … Dictionary of Greek